φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής … Dictionary of Greek
φλογίνων — φλόγινος flaming fem gen pl φλόγινος flaming masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγινον — φλόγινος flaming masc acc sg φλόγινος flaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίναις — φλόγινος flaming fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνη — φλόγινος flaming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνην — φλόγινος flaming fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνης — φλόγινος flaming fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνοις — φλόγινος flaming masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνου — φλόγινος flaming masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίνῃ — φλόγινος flaming fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)